< 1 δύστομος
δυστονία >
2 δύστομος
,
-ον
difícil de cortar
una planta
ξηρὸν δὲ δ.
Thphr.
HP
3.14.1,
de árboles
διὰ τὴν σκληρότητα
Thphr.
HP
5.1.3.